γρανιτώδης

γρανιτώδης
-ες
1. αυτός που περιέχει ή αποτελείται από γρανίτη
2. αυτός που μοιάζει με γρανίτη
3. σκληρός, ανθεκτικός, σταθερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γρανιτώδης, -ης, -ες — γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. γρανιτένιος. 2. σκληρός, ανθεκτικός: Ο λαός πρόβαλε γρανιτώδη αντίσταση στον εχθρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • γρανιτένιος — ια, ιο ο γρανιτώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”